Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Όταν ο Ντοστογιέφσκι συνάντησε τον Ντίκενς

Δεκέμβριος του 1895, Αγία Πετρούπολη, με το κρύο να περονιάζει τα σωθικά όλων των διαβατών.

Στο λιμάνι του Λίβερπουλ η νύχτα έχει προχωρήσει. Είναι βαριά, σκληρή και δεν χαρίζεται. Οι ναυτικοί αφήνουν απλανές το βλέμμα τους να ταξιδεύσει μες τους καπνούς του καπηλειού. Καταγώγιο για χαμένες ψυχές. Πυκνοί καπνοί, σκοτεινοί όσο και η μάνα τους η θάλασσα. Αυτή τους γέννησε, λένε, αυτή και θα τους πάρει.

Ο δρόμοι είναι παγωμένοι, οι διαβάτες σφίγγονται μέσα από τα πανωφόρια τους, μάλλινα καπέλα διαχέουν μία υποψία ζεστασιάς στο κορμί τους. Ένας ζητιάνος με κουρέλια για ρούχα, σέρνεται απελπισμένος στο δρόμο. Οι περαστικοί δεν τον κοιτούν, περνούν δίπλα του αδιάφοροι.

Στην απανεμιά της στεριάς η ώρα κυλάει αργά. Μάρτης του 1935, δύσκολη χρονιά, νοσταλγία για το απέραντο γαλάζιο. Το κρασί ρέει, φτηνός οίνος που τους ευφραίνει την ψυχή, την πάντα εύφλεκτη αυτή ύλη τους. Η κόρη του κάπελα πίσω από την μπάρα αγκομαχά να σερβίρει την περίοπτη πελατεία. Τα πόδια της λυγίζουν από την κούραση και την προσμονή αυτού που περιμένει.

Ένα ανθρώπινο σκουπίδι κυλιέται χωρίς αύριο στον πάγο. Οι σκοτεινοί ουρανοί της πόλης των Τσάρων δίνουν το χρώμα στην ανάσα του. Το κρύο τον θερίζει. Κοιτάει ψηλά. Η ζωή τον απέβαλλε. Είναι ένας νεκρός. Ένας ζωντανός νεκρός που κρέμεται από μία κλωστή, αυτό που του έλειψε συλλογάται, αναλογίζεται μία ζωή στα βάθη του πόνου.

Οι ναυτικοί φουσκώνουν, δεν θέλουν πολύ για να ανάψουν τις φωτιές. Δύο μαντράχαλοι έρχονται στα χέρια, διεκδικούν την μούσα του λιμανιού, την κόρη αυτή της Αφροδίτης, που μία σταγόνα ομορφιάς λες και την ξέβρασε σε αυτό το νεκροταφείο των ψυχών. Το λουλούδι στο γδαρμένο λιμάνι τρομάζει. Οι μαντράχαλοι αφηνιάζουν, την τραβάνε, την διεκδικούν. Η μούσα φοβάται, τρέμει και προσεύχεται στο τίποτα. Τα τατουάζ τον ναυτικών εκτείνονται απόκοσμα, ενώ οι γροθιές τους σφίγγουν. Μία ανθρώπινη κόλαση στο λιμάνι.

Αγάπη δεν ένιωσε ποτέ και τώρα πεθαίνει αβοήθητος. Δεν μπορεί να δακρύσει, έχει στεγνώσει μέσα του. Μία μπουκιά φαγητό ζητά, μία φιλανθρωπία από περαστικούς που διέρχονται χωρίς αυτός να υπάρχει στο οπτικό τους πεδίο, ενώ είναι εκεί. Μπροστά τους στέκεται, μα δεν υπάρχει.

Η μούσα φοβάται… Και τότε σε έσωσα. Το καράβι έπιασε λιμάνι, η προσμονή τελείωσε. Σε πήρα από τα χέρια των φρικτών αυτόκλητων μνηστήρων. Φύγαμε. Σε γνώρισα. Τα μάτια σου με είχαν καλέσει.

Μια άμαξα σταματά στη μέση του δρόμου. Μία καστανόξανθη νεαρή κοπέλα βγαίνει. Τον σιμώνει αργά. Του δίνει το χέρι της. Η αύρα της ανθρώπινη, το άγγιγμα της ευλογία. Ο ζητιάνος τείνει το χέρι. Δεν ζητούσε τίποτα άλλο.

Από απόσταση σε παρακολουθούσα. Το άγγιγμα σου έμπνευση. Και κάπως έτσι σε πλησίασα...

1 σχόλιο:

  1. Ξέχασες τα χαμίνια και θα προτιμούσα μια πιότερο πρωτόλεια μορφή δημοτικής. Αλλά ναι είναι αρκετά ενδιαφέρον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή