Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
Η δίψα του δρόμου
Θέλει ψυχή και πάθος, ίσως και μία καλώς εννοούμενη τρέλα, προκειμένου να κάνεις την ανατροπή- ένα σάλτο στ’ αστέρια της περιπέτειας, να συμπορευτείς με το φαντασιακό ποιητών και συγγραφέων. Να υπερβείς την τροχοπέδη της δέσμευσης και αυτών των «δολοφόνων» του ονείρου: τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την αγωνία του βιοπορισμού, τη μερική (έστω) απώλεια της ελευθερίας. Θέλει ψυχή, όμως- κάποιοι την ενεργοποιούν, στο πίσω μέρος του εγκεφάλου τους αρπάζει φωτιά. Και παίζουν στα «ζάρια» τα πάντα.
Ο Δημήτρης Παρούσης είναι ένας 39χρονος (πλέον…) δημοσιογράφος. Εργαζόταν επί πολλά χρόνια στην Αθήνα- ένιωθε τη φθοροποιό πίεση, το ανέλπιδο. Τα χρόνια που φεύγανε, χαμένες ώρες και στιγμές. Πήρε την απόφαση. Να γίνει πολίτης του κόσμου, όχι στα λόγια μα στις πράξεις. Ρίσκαρε, πήρε ένα σάκο και όρεξη για ταξίδι. Το 2006 ξεκίνησε.
Ο Δημήτρης κάνει τον γύρο του κόσμου. Χωρίς ιδιαίτερους πόρους- κάτι ψιλά από δημοσιογραφικές συνεργασίες μόνο. Δεν φαίνεται να τον πτοεί. Συνεχίζει. «Ο κόσμος ανήκει σε αυτούς που ονειρεύονται», γράφει.
Μας ενημερώνει ότι «πούλησε τα ελάχιστα υπάρχοντά του. Παραιτήθηκε από τη δουλειά του, πήρε το σακίδιό του, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, μια πυξίδα και άρχισε τη δική του Οδύσσεια». Την Οδύσσεια της γνώσης, της περιπέτειας, της αναζήτησης.
Άρχισε το ταξίδι από την «πατρίδα» του Μάρκες, του Μπόρχες, του Τσε Γκεβάρα, του Αλιέντε, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Άστορ Πιατσόλα, του Μαραντόνα και της Εβίτα Περόν. Τη Λατινική Αμερική: την ήπειρο της μελαγχολίας, των αντιφάσεων, των αποχρώσεων: Στη γη που για πρώτη ύλη έχει το τραγούδι και το χορό, την αδικία και συνάμα την επανάσταση.
Αρχικός του σχεδιασμός ήταν να μείνει εκεί για έξι μήνες και στη συνέχεια να «σαλπάρει» για άλλες ηπείρους. Το εξάμηνο δεν ήταν αρκετό. Και έτσι συνεχίζει, ήδη περιπλανιέται για 1.300 ημέρες. Δεν κάνει διακοπές- δημοσιογραφεί, καταγράφει στιγμές και εικόνες: αναζητά «χαμένους» Έλληνες που ζουν σε σημεία τα οποία δεν υπάρχουν στους ταξιδιωτικούς οδηγούς, αλλά και απλούς ντόπιους που βάζουν έναν κόκκο άμμου στη σύγχρονη ιστορία.
Οι απολαβές του είναι πενιχρές, αλλά αυτό δεν τον φρενάρει, ούτε τον φοβίζει. Ο ίδιος άλλωστε γράφει: «Άντεξα παρά τις δυσκολίες, τις οποίες όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, δεν τις συνάντησα στο δρόμο μου, αλλά στην Ελλάδα. Προτιμότερο να είσαι μόνος στη ζούγκλα του Αμαζονίου παρά ανάμεσα στα θηρία– καρεκλοκένταυρους- ανθρώπους που αναξιοκρατικά έχουν θέσεις κλειδιά στην Ελλάδα. Είναι προτιμότερο να είμαι στις φαβέλες του Ρίο, όπου εκεί τουλάχιστον ξέρω από που να φυλαχτώ. Ελπίζω κάποτε ο στίχος του Ποιητή που λέει ότι η Ελλάδα τρώει να παιδιά της να ανήκει πια στο παρελθόν...»
«Η αξία του δρόμου είναι να μην σταματήσεις ποτέ» είχε δηλώσει σε συνέντευξη του, το 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης. Κι ο Αγγελάκας δίνει τη μουσική υπόκρουση με ροκ στίχους: «Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει σ' ό,τι σου τρώει τη ψυχή, έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί…».
Με μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Δημήτρη Παρούση (www.godimitris.gr) θα ταξιδέψετε νοερά στους μακρινούς αυτούς τόπους- ίσως να εισπνεύσετε και τον αέρα της ελευθερίας: της τολμηρής επιλογής, του επικίνδυνου ρίσκου και του συμπεράσματος που υποδεικνύει ότι αν αγωνιστείς για κάτι με πάθος, το πετυχαίνεις.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αυτό μου θυμίζει κάτι που είχα διαβάσει και που είχε πει κάποιος: "Ένα πλοίο είναι πιο ασφαλές στο λιμάνι αλλά το λιμάνι δεν είναι το πιο κατάλληλο μέρος για ένα πλοίο".
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό για το οποίο μιλάμε εδώ είναι στην ουσία η ελευθερία και το τίμημά της. Η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη, ως γνωστό και δύσκολα κατακτιέται.
Πόσο συχνά ξεβολευόμαστε από αυτά που ξέρουμε; Από συνήθειες, από πιέσεις, από συμβατικές σχέσεις, από δουλειές που δεν μας κάνουν από αντιλήψεις, από ιδεολογίες, από συνδικάτα και εντάξεις, από βολικές ταμπέλες που φοράμε.
Δύσκολα πολύ δύσκολα. Μόνο αν έχεις καταλάβει καλά το θάνατο και πόσο μικρή ειναι η ζωή και πόσο δική σου τελικα, κάνεις μεγάλα άλματα στο κενό.
Θα ήθελα να πω ότι όλοι έτσι πρέπει να κάνουμε, αλλά ξέρω ότι δεν είναι όλοι τόσο τολμηροί. Συχνά βλέπουμε αυτούς που προχωρούν μπροστά τους θαυμάζουμε και μετά γυρνάμε στη συμβατική ζωή μας. Κι αυτή έχει το δικό της τίμημα άλλωστε. Αργά ή γρήγορα θα έρθει. Κυρίως, όταν κοιτάξουμε πίσω και δούμε τις χαμένες ευκαιρίες, τις πόρτες που άνοιξαν και δεν τολμήσαμε να διαβούμε.
Είναι όπως λέει ο Καβάφης για αυτούς που όρισαν και φυλάττουν Θερμοπύλας.
"Αλλά με λύπη κι όλας κι ευσπλαχνία,
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι,
κι όταν ειναι πτωχοί, πάλι εις μικρόν γενναίοι,
πάντα συντρέχοντες όσο μπορούνε, πάντοτε την αλήθεια ομιλουντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους"...