Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

«Είμαστε αλήτες, είμαστε ρουφιάνοι»

Κάποια χρόνια ήδη στο χώρο γνωρίζω από την καλή και την ανάποδη ότι είναι αρκούντως (σε βαθμό ασφυξίας ενίοτε) δύσκολο να γράφεις τις ειδήσεις όπως τις αντιλαμβάνεσαι και τις νιώθεις και να μην ντρέπεται η ψυχή σου. Δυστυχώς δεν συμβαίνει διότι χίλιοι μύριοι παράγοντες της νέας οικονομίας επιβάλλουν κάτι σαν ομερτά (για να επιβιώσουμε βρε αδερφέ…), που σημαίνει ότι είτε γίνεσαι ο χείριστος των Τσάτσων με τη στολή του βασιλικότερου του βασιλέως είτε απλά αυτολογοκρίνεσαι όσο αντέχεις.

Mια διάσταση της δουλειάς μας, αυτής της τόσο καταραμένης δημοσιογραφίας, που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο συζήτησης σε κάθε παρέα. Με αιχμή το πόσο άχρηστοι, ρουφιάνοι, γελοίοι και (πολλά) λοιπά που είμαστε… (υποτίθεται).

Δεν είναι όμως αυτό η μόνη αλήθεια. Υπάρχει ένα (μικρό πίστεψε με) ποσοστό μεγαλοδημοσιογράφων που αμείβεται με προκλητικά μεγάλα ποσά, που φαίνεται στις τηλεοράσεις και που διαπλέκεται με την εξουσία. Αυτοί συνήθως φωνάζουν, ψεύδονται και προσπαθούν να σώσουν (με κάθε τρόπο) το τομάρι της ματαιοδοξίας τους. Αυτοί όλοι ζήτημα είναι να αποτελούν το 5% του κλάδου. Αυτοί, ωστόσο, σέρνουν το καράβι των ύβρεων εις βάρος όλων. Αν ιδρώνει το αυτί τους; Όχι βέβαια. Δεν τους νοιάζει.

Υπάρχει ένα ακόμα ποσοστό, ίσως ελαφρώς μεγαλύτερο από το προαναφερθέν, που είναι οι υποτακτικοί, οι σφουγγοκωλάριοι, οι προσκυνημένοι, οι υπηρέτες των αφεντικών τους, που ό,τι κάνουν, το κάνουν γιατί θεωρούν (πρόστυχα) ότι είναι το σωστό, ότι έτσι πρέπει να πράττουν και είναι και ευτυχείς για τις υπηρεσίες τους. Αυτοί αμείβονται σχετικά καλά, ίσως έχουν 2-3 δουλειές (και η συνολική τους εργασία δεν υπερβαίνει τη μισή δουλειά). Είναι οι λεγόμενοι δημοσιοσχεσίτες.

Και υπάρχει και η τεράστια μάζα, η στρατιά των (νέων σε ηλικία κυρίως) δημοσιογράφων που κάνουν όλη την (πραγματική) δουλειά. Που είναι στο ρεπορτάζ, που τρώνε όλη τη μέρα και τη νύχτα (ορισμένες φορές) στα γραφεία, «στους λόφους και τα βουνά», που βρίσκονται παρόντες εκεί που εκτυλίσσεται η είδηση, που δέχονται τις μολότοφ στο κεφάλι, που καταπίνουν όλα τα χημικά. Και αν δεν τα θέλετε όλα τόσο ζόρικα, είναι αυτοί που για ένα ξεροκόμματο αγωνίζονται με τις ώρες να βγάλουν το ρεπορτάζ για να επιβιώσουν με τα ελάχιστα που συνήθως παίρνουν. Γιατί; Επειδή γουστάρουν αυτή τη δουλειά. Είναι «γραφικοί» και ρομαντικοί.

(Ξέρεις ρε μάγκα τι είναι να έχεις τρία πτυχία- τα οποία ίδρωσες για να τα πάρεις, δεν στα χάρισε κανένας- και να αμείβεσαι με βασικό μισθό ανειδίκευτου εργάτη. Και δεν είναι λίγοι αυτοί).

Υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό δημοσιογράφων, οι οποίοι είναι φωτισμένοι, είναι πρωτοπόροι, οδηγούν χωρίς να κάνουν θόρυβο το επάγγελμα μπροστά και κερδίζουν την καθολική αναγνώριση με τη δουλειά τους (και μόνο). Είναι λίγοι, αλλά είναι οι καλοί. Και αυτοί (για κάποιο ανεξήγητο λόγο) δεν γίνονται το σημείο αναφοράς των δημοσιογράφων συνολικά.

Ναι, επίσης, κάπου η δημοσιογραφία παρεξέκλινε. Βγήκαν ορδές νέων δημοσιογράφων από διάφορες (στα λόγια) σχολές που είναι ημιμαθείς, που δεν μπορούν να συντάξουν σωστά μια πρόταση, που κάνουν τηλεοπτικά (δημοσιογραφικά) όνειρα, που (ίσως) για πρότυπο έχουν πρωινό-μεσημεριανές εκπομπές, που πιάνουν ένα μαρκούτσι και ρωτάνε τη χαροκαμένη μάνα «πως νιώθεις;», που θεωρούν (πραγματικά) είδηση τι διάολο είπε ο σχεδιαστής μόδας ή ο τραγουδιάρης του συρμού, που απλά δεν έχουν κατανοήσει τι σημαίνει δημοσιογραφία, την ουσία και το πνεύμα των ειδήσεων.

Η δημοσιογραφία είναι σκληρό και προλεταριακό επάγγελμα. Ναι, οι περισσότεροι αγαπάτε να μας βρίζετε και θεωρείτε (τελείως λαθεμένα) ότι στο πρόσωπο του συνόλου λοιδορείτε όλα τα κακά της μοίρας μας. Δείτε το σαν ένα κτίριο που κατέρρευσε για κάποιο λόγο. Ποιον θα βρίζατε; Τους εργάτες ή τους κατασκευαστές; Τους ιθύνοντες ή αυτούς που το οικοδόμησαν κάτω από αντίξοες συνθήκες με τρεις και εξήντα; Νομίζω ότι είναι γνωστή η απάντηση. Στους δημοσιογράφους, όμως, γιατί δεν το κάνετε; Γιατί πλανάστε τόσο οικτρά; Γιατί στο πρόσωπο 5-6 μεγαλοδημοσιογράφων ρίχνετε λάσπη σε όλο τον κλάδο; Ίσως και να απάντησα… ίσως πάλι όχι.

Και ξέρεις ρε μάγκα. Έχεις όλα αυτά να σε βασανίζουν στο επάγγελμα που γουστάρεις και έρχεται κάποιος και σου πετάει τη λάσπη, σε λέει ρουφιάνο και νομίζει ότι ο ένας ή οι κάποιοι (που αυτός αντιπαθεί) είναι το σημείο αναφοράς όλων των άλλων. Έτσι απλά και ξεκάθαρα. Η γενίκευση είναι απέραντο λάθος. Τελεία και παύλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου